ἐπηλυγασάμενοι

ἐπηλυγασάμενοι
ἐπηλυγάζω
overshadow
aor part mid masc nom/voc pl
ἐπηλυγάζω
overshadow
aor part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”